Ο Βασίλης και οι γυναίκες που τους μετέδωσε τον ιό του HIV
Παγκόσμια ημέρα του aids και θα μπορούσα να γράψω τόσες ιστορίες. Η μια ιστορία που την λέω μόνο σε πολύ κοντινά μου πρόσωπα γιατί μετά από τόσα χρόνια ακόμα με θυμώνει τραγικά, δεν είμαι σε θέση να την περιγράψω και κάθε φορά η 1η Δεκεμβρίου με πυροδοτεί να την βγάλω από μέσα μου όμως πάλι το αναβάλω. Όχι ότι περνάει μέρα χωρίς να το σκεφτώ με θυμό αλλά η 1η Δεκεμβρίου όταν ξημερώνει με τσιγκλάει να το ουρλιάξω για να φύγει από πάνω μου.
Αποφάσισα όμως σήμερα να πω την αμέσως επόμενη εμπειρία μου, την οποία επίσης δεν θα ξεχάσω ποτέ και για την οποία νιώθω τύψεις, ακριβώς όπως θα έπρεπε να νιώθουν κάποιοι και να είχαν ζητήσει χρόνια τώρα ένα μεγάλο συγγνώμη!
Το aids στην Αθήνα αργήσαμε να το ζήσουμε. Τέλη του ’70 αρχές του ’80 ενώ έξω έβραζε η κατάσταση, εδώ στα αυτιά του κόσμου δεν είχαν σκάσει ούτε οι ψύλλοι. Κάπου κατά το 1986 και μετά άρχισε να έρχεται ένας “θόρυβος” τρομοκρατίας και εγώ κάπου το 1988 άρχισα λίγο να ενημερώνομαι! Τα πηδήματα ήταν ελεύθερα και η ηλικία της αναζήτησης το επέβαλλε ειδικά στο νησί της κολάσεως και της ομορφιάς, την λαχταριστή Μύκονο. Θα φύγω όμως από εκεί γιατί θα γλιστρήσουν τα γράμματα στο πληκτρολόγιο και θα γράψουν με λέξεις την πρώτη κρυφή ακόμα ιστορία.
Στην Αθήνα πίσω λοιπόν πάμε, λίγα χρόνια αργότερα όταν μου δίνουν και κάνω τα πρώτα φυλλάδια για λεσβίες και aids και παράλληλα το αντίστοιχο gay και aids. Οι στιγμές στο ατελιέ που τα φτιάχναμε ήταν υπέροχες, κοντά στην πλατεία Πλαστήρα στο Παγκράτι, στην Bullet μαζί με τον καταπληκτικό Δημητράκη. Τα φυλλάδια, νομίζω στάθηκαν η αφορμή να μπαινοβγαίνω στο Ειδικό Λοιμώξεων στο Συγγρού και να αποκτώ μια μικρή οικειότητα και απίστευτο θαυμασμό για την Χρυσούλα Μπότση! Τότε μεταξύ άλλων ανθρώπων κυρίως αντρών στο χώρο του Συγγρού κυκλοφορούσε μια κοπέλα με νοητική στέρηση, ήταν η μεγάλη μου απορία πως μπορεί να κόλλησε aids αυτή η κοπέλα και έτσι ρώτησα την Χρυσούλα: “έχει και 3 παιδιά σε ορφανοτροφεία, είναι από εκείνη την περιοχή που φημίζεται για το πόσο συχνό φαινόμενο είναι οι βιασμοί”, μου απάντησε.
Τα φυλλάδια ετοιμάστηκαν, μοιράστηκαν και κάπου στις κούτες των αρχείων πρέπει να έχω δείγματα. Πολύ όμορφη δουλειά που ακόμα και με τον πιο μικρό μου αδερφούλη σε βόλτα μας στο Λάμδα τα μοιράζαμε απέξω!
Στην πολυκατοικία μας στο υπόγειο υπήρχαν τρία διαμερίσματα. Στα δυο έμεναν δυο οικογένειες και το ένα το είχα νοικιάσει εγώ και το είχα κάνει studio. Η αυλή ήταν κοινή και το κλίμα της εποχής καθόλου απρόσωπο. Στον 4ο όροφο της πολυκατοικίας ήταν το μητρικό μου σπίτι, στον ίδιο όροφο δίπλα πόρτα έμενε η αγαπημένη μου Κυρία Φωφω, απίστευτη γιαγιά απόλυτη κουμουνίστρια που είχε επιζήσει από την εξορία της Γιάρου και δεν σταμάταγε ούτε στιγμή να θέτει τα πιστεύω της με συγκινητικό τρόπο. Αυτή η γιαγιά είχε πρώτη δώσει δουλειά στην Κατερίνα. Την γυναίκα του Βασίλη που ζούσαν κάτω στο υπόγειο με τα τρία τους κουτσούβελα, όλοι τους μετανάστες από την Πολωνία και μικροί σε ηλικία άνθρωποι, πριν τα 30 τους χρόνια. Ο Βασίλης δραστήριος, όμορφος, γεροδεμένος, ψηλός, με σχεδόν ξανθοκάστανο μαλλί, μελιά μάτια και τόσο στρογγυλό πρόσωπο, πολύ φασαριοζης με τις βότκες του, τα ξενύχτια του και τα πάρτι του! Η Κατερίνα πολύ όμορφη, με πλούσια ξανθιά μαλλιά, γωνίες μοντέλου στο πρόσωπο της, γαλάζια μάτια, μια ήσυχη, ευγενική διακριτική, σιωπηλή, χαμογελαστή ύπαρξη και καθάριζε σπίτια για να συμπληρώσει το εισόδημα τους, ενώ ο Βασίλης δούλευε οικοδομή.
Μια μέρα η Κυρία Φωφώ μίλαγε με την μάμα μου και έπιασα μια κουβέντα ότι θα έδινε χρήματα στην Κατερίνα να γυρίσει στο σπίτι της στην Πολωνία. Ήταν άρρωστη, αδύναμη, χλωμή, σκυθρωπή η Κατερίνα για αρκετό καιρό πλέον. Η Κυρία Φωφώ προέτρεπε και κάποιες άλλες γυναίκες της πολυκατοικίας να βάλουν όλες τους λίγα λεφτά για την Κατερίνα. Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες εκτός του κουτσομπολιού ότι ο Βασίλης γλένταγε και η Κατερίνα αρρώσταινε και επίσης θυμάμαι την φράση που αυθόρμητα ξεστόμισα στην μανά μου “η Κατερίνα έχει aids” της είπα μια μέρα! Με τόσες φορές που είχα μπαινοβγεί στο Συγγρού ήξερα πλέον την όψη και την λιποδυστροφία ή ίσως ήμουν επηρεασμένη από τόσα που είχα δει, πάντως, δυστυχώς είχα δίκιο. Λίγες μέρες μετά με φωνάξανε στο σαλόνι της Κυρίας Φωφω που τις είχε μαζέψει όλες να αποφασίσουν πως θα βοηθήσουν την Κατερίνα. Ήμουν πολύ έντονη όταν επέμενα να καλέσουμε το 166.
Στο ασθενοφόρο μπήκαμε μαζί της, εγώ και η μαμά μου και ο Βασίλης, θυμάμαι τους διαδρόμους ενός νοσοκομείου που ψιθύριζαν γιατροί και νοσοκόμες “είναι χουβου”, έτσι τους έλεγαν τότε, ήταν ελληνική παράφραση του hiv (χιβ). Η Κατερίνα με 1.70 ύψος περίπου με το ζόρι 35 κιλά, αποστεωμένη, στεγνή με βλέμμα τραγικό στο πουθενά της θλίψης και του φόβου, αρνήθηκε θεραπεία για το aids. Το ίδιο βράδυ πάρα πολλές ώρες αργότερα την πήγαν στον Πειραιά στου Μεταξά όπου και ξανά πήγαμε να την βρούμε κάπου στις 3.00 τα ξημερώματα. Στο υπόγειο του νοσοκομείου σε ένα κρεββάτι που από κάτω είχε ψίχουλα και ποντίκια, ήταν ξαπλωμένη αυτή η μικρή κοπέλα και μητέρα τριών παιδιών. Μέχρι να φύγει η Κατερίνα κάθε μέρα πήγαινε η Κυρία Φωφώ, η μαμά μου και κάποιες άλλες γυναίκες της πολυκατοικίας. Της είχαν πάει πιτζάμες, φαγητά και κάποιες μέρες αργότερα την μετέφεραν την Κατερίνα στο Συγγρού όταν αποφάσισε να δεχτεί την θεραπεία αλλά ήδη ήταν πολύ αργά, εκεί έσβησε. Θυμάμαι όση δύναμη είχε το πρώτο εκείνο βράδυ της διάγνωσης την εξάντλησε στην άρνηση της οροθετικοτητα της: “δεν έχω πάει με άλλον άνδρα μόνο με τον Βασίλη και ο Βασίλης είναι γερός”.
Πέρασα στάδια θυμού, θλίψης, αγανάκτησης και τελικά αποφάσισα να “σώσω” τον Βασίλη, εκεί στο υπόγειο που τα πίναμε τον έψησα να τον πάω στο Συγγρού όπου και διαπιστώθηκε η οροθετικοτητα του με κάτι Τ4 στον πάτο, ιικο φορτίο στα ύψη και τότε ήταν η στιγμή που ξεκίνησε την θεραπεία. Όσο γρήγορα ένιωσε καλά, τόσο γρήγορα ακουγόντουσαν από την αυλή κάτω μουσικές, φωνές, τραγούδια και γλέντια μέχρι πάνω στον 4ο κατευθείαν στα ευαίσθητα αυτιά της Κυρίας Φωφώς που ακόμα ο χαμός την Κατερίνας δεν είχε κλείσει μήνα την στεναχώρια μέσα της!
Όλες οριακά τον συγχωρέσαμε τον Βασίλη που την κόλλησε, που δεν της στάθηκε, που έστειλε τα τρία παιδιά τους στην Πολωνία, που πολύ σύντομα βρήκε την Βιολέτα και αμέσως μετά την Άννα και έμενε μαζί του. Οριακά και σιωπηλά νιώθαμε ότι σώζαμε ένα άνθρωπο που άξιζε όπως όλοι μας μια δεύτερη ευκαιρία και ας μην τον πίστευε καταβάθος καμία μας ότι δεν θα το επαναλάμβανε.
Στο ντουλάπι της καλοβαλμένης με πάγκο κουζίνας είχε ο Βασίλης τα μπόλικα κουτιά από τα φάρμακα ακριβώς δίπλα στις βότκες του τις οποίες άδειαζε με μεγαλύτερη ταχύτητα από ότι κατέβαζε ένα ποτήρι νερό στις μεγάλες δίψες του καλοκαιριού. Τον είχα ρωτήσει τόσες φορές όσες και τα άπειρα προφυλακτικά που του είχα πάει και που κάθε μήνα τον ανεφοδίαζα, αν βάζει προφυλακτικό με την Βιολέτα. Πάντα μου ορκιζόταν ότι τα χρησιμοποιεί. Το δίλημμα μου μιας και δεν τον πολύ πίστευα, ήταν αν θα έπρεπε να το πω εγώ στην Βιολέτα και αργότερα στην Άννα.
Το συζήταγα έντονα και με τους γιατρούς στο Συγγρού και μου έλεγαν με βεβαιότητα ότι αν άρχιζαν να λένε πόσους ξέρουν ότι είναι οροθετικοί θα είχαν εξαπλώσει τον τρόμο: «είναι υποχρέωση να ενημερώνουμε και να προτρέπουμε να κάνει ο κόσμος σεξ με ασφάλεια, αλλά όχι να καρφώνουμε ποιο έχει τον ιό». Εγώ είχα κρυφτεί πίσω από την άποψη που φάνταζε σωστή παρόλο που μέσα μου κάτι κλώτσαγε.
Ο Βασίλης χώρισε την Βιολέτα. Ήταν ένα μεσημέρι στην Βαρβάκειο που τυχαία την πέτυχα και έτρεξα να την χαιρετίσω, σταθήκαμε κάποια λεπτά και εκείνη ήταν βουρκωμένη, τον αγαπούσε και εκείνος την χώρισε για μια άλλη. Μου είπε μάλιστα ότι σκόπευαν να κάνουν παιδιά και τότε τόλμησα να την ρωτήσω αν έβαζαν προφυλακτικό, μου απάντησε «όχι φυσικά, μα θέλαμε να κάνουμε παιδί, είμασταν μαζί πάνω από ένα χρόνο». Έτρεξα και έφυγα, δεν ξέρω τι σκέφτηκε για τον τρόπο που έφυγα, αλλά ήδη εγώ έτρεχα πίσω προς την Καλλιθέα και κατέβηκα με ορμή κάτω στην πόρτα του την οποία χτύπαγα με μανία. Εκείνος δεν ήταν μέσα. Άνοιξα το δικό μου στούντιο και τον περίμενα να γυρίσει, θα άκουγα με άνεση τον θόρυβο από τα κλειδιά της πόρτας του.
Σε λίγες ώρες εμφανίστηκε και όντας καλός ο καιρός ήξερα ότι όταν έμπαινε σπίτι του θα άνοιξε τα παντζούρια να μπει φως και αέρας, από εκεί μπήκα και εγώ με φόρα στο σαλόνι του και τον τρόμαξα όχι γιατί μπήκα αθόρυβα αλλά γιατί το πρόσωπο μου είχε αλλάξει από τον θυμό. Αυτός ήταν τεράστιος, δυνατός, ψηλός και συχνά πολύ μεθυσμένος, όχι εκείνη την στιγμή. Του φώναξα, του φώναξα πάρα πολύ, κλώτσησα, έκλαψα και από εκείνη την στιγμή του έδωσα μια εβδομάδα διορία να το πει στην Άννα. Ένα βράδυ πριν τελειώσει η διορία που του είχα θέσει με πήρε τηλέφωνο να πάω κάτω, ήμουν πάνω στην μαμά μου. Φοβήθηκα από την φωνή του αλλά κατέβηκα.
Το σπίτι που πάντα ήταν καλοβαλμένο καθαρό και με τα χέρια του φτιαγμένα τα πλακάκια, η κουζίνα με το πάσο, το σαλονάκι με τα χαρούμενα υφάσματα, πάνω σε όλα αυτά είχε πέσει μια βρωμερή σιωπή που έβγαινε από τα μάτια της Άννας. Της το είχε πει δεν υπήρχε αμφιβολία. Ο τρόμος της, ο θυμός της, το σοκ της, η σιωπηλή οργή της σαν να έφερναν τον θάνατο σε κάθε χιλιοστό του χώρου, έμοιαζε σαν να ουρλιάζει: “πριν πεθάνω θα σας πάρω όλους μαζί μου”.
Ψηλή, με μαύρα γυαλιστερά μακριά μαλλιά, ανοιχτό δέρμα και μάτια, μια καλλονή σε ηλικία μόλις 26 ετών, είχε μετατραπεί σε εκδικητικό ηφαίστειο, ενώ εκείνος ακόμα έσκαγε χαμόγελα σαν απλά να είχε κάνει μια παιδική ζαβολιά και την οποία σύντομα όλοι θα συγχωρούσαμε πάλι, φυσικά κρατούσε νεροπότηρο με βότκα.
Κάθισα πολλές ώρες, της εξήγησα ότι δεν είναι τερματική νόσος, ότι είναι κάποια χάπια που αν τα παίρνει θα είναι δυνατή σαν τον Βασίλη. Φυσικά ο λόγος μου δεν την άγγιξε καθόλου, τίποτα δεν την άγγιζε εκείνη την ημέρα εκτός της λάβας μέσα της που ήθελε να βγει και να τον κάψει αυτόν και όλο το σπίτι. Ποιος θα την αδικούσε άραγε; Έφυγα, είχε πάει πολύ αργά και δεν είχε νόημα να κάτσω άλλο!
Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ, και από εκείνη την ημέρα δεν ξανά κατέβηκα σχεδόν ποτέ κάτω ούτε να μπω στο στούντιο μου. Ο Βασίλης έπινε πιο μανιακά, χτύπαγε τις πόρτες μια μέρα που έτυχε να είμαι μέσα και τρόμαξα και μετά τα παντζούρια της μπαλκονόπορτας από την αυλή και δεν ξέρω πόσο τυχόν θυμό μου είχε γιατί η Άννα τον παράτησε.
Τα βράδια έμπαινα στην πολυκατοικία για να πάω πάνω στην μάνα μου να μείνω, με τρόμο. Η κατάσταση είχε γίνει φοβιστηκά άβολη. Μέσα σε εκείνες τις μέρες που πέρναγαν με κόπο, πάλι βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Βασίλης έκλαιγε με λυγμούς και μου έλεγε πως είναι καριόλα γιατί τον παράτησε ενώ εκείνος είχε φιλοξενήσει και είχε δώσει λεφτά μέχρι και στον πατέρα της και τον αδερφό της, μου εξομολογήθηκε επίσης ότι την πήγε στο Συγγρού ότι της έκανε εξετάσεις και μου αποκάλυψε ότι ήταν οροθετική αλλά της είπε ψέματα ότι βγήκε αρνητικό το τεστ για να μην το αφήσει. Η Άννα όμως τον άφησε.
Ο Βασίλης άεργος πλέον και μεθυσμένος κάθε βράδυ, είχε αρχίσει και χτύπαγε αρκετές φορές την πόρτα της Κυρίας Φωφώς για λεφτά για ποτά και τσιγάρα, η Κυρία Φωφώ τον βοήθαγε λίγο αλλά με μισή καρδιά. Εγώ τον απέφευγα και πολλά βράδια δεν γύρναγα σπίτι άμα ήταν αργά, φοβόμουν μην τον πετύχω και πάνω στο μεθύσι του ξεσπάσει σε εμένα. Μια φόρα μου είχε περιγράψει ότι πάνω σε καβγά επίτηδες είχε δαγκώσει τόσο δυνατά κάποιον για να ματώσει και να τον κολλήσει.
Εκείνο το πρωί, είχαν φτάσει πάνω από 3 μέρες που δεν είχαμε ακούσει τίποτα από τον Βασίλη, δεν χτύπησε καμία πόρτα, δεν είχε έρθει στην πολυκατοικία. Εγώ είχα ξυπνήσει με έναν εφιάλτη, ότι ο σκύλος μου ήταν πάνω σε εκείνο το πλαστικό ποδηλατάκι σε σχήμα μηχανής που είχε ο μικρός γιος του άλλου γείτονα του υπογείου, του Γιώργου και με φόρα ο μοτοσικλετιστής σκυλάκος στον ύπνο μου το καβάλησε και έκανε τόσο γρήγορα πετάλι που έσκασε με δύναμη πάνω στο τεράστιο τοίχο της αυλής και έγινε λιώμα, έτσι είχα ξυπνήσει με κλάματα νωρίς το πρωί εκείνης της Τετάρτης. Δεν έκανα κανέναν συνειρμό μέχρι την στιγμή που ο περιπτεράς μου είπε ότι χθες ο Βασίλης πέθανε σε ατύχημα, ενώ ήταν συνοδηγός στο παπί με έναν φίλου του. Φυσικά στεναχωρέθηκα πάρα πολύ!
Λίγα χρόνια αργότερα έμενα συχνά στην Κυψέλη λόγο σχέσης, έπαιρνα μαζί και τον σκυλάκο μου και απαλά μετακόμιζα στην αγαπημένη μου. Κάποιες φορές πήγαινα και σε εκείνον τον Βασιλόπουλο τον κεντρικό και μου άρεσε, λόγω βαρεμάρας να συνδυάζω τα ψώνια στο σουπερμάρκετ με την απαραίτητη βόλτα του σκύλου. Εκεί απέναντι είχε ένα καρτοτηλέφωνο και τον έδενα μόνο του για λίγο για να πεταχτώ να αρπάξω στα γρήγορα κανένα γιαούρτι και χυμό. Πάντα όλο κάποιον έβρισκα να μιλάει στο τηλέφωνο και τον παρακαλούσα να τον προσέξει, φυσικά παράλληλα κοίταζα συνέχεια έξω με αγωνιά μην μου τον πάρουνε. Εκείνη την ημέρα, ήταν μια γυναίκα με ένα καροτσάκι και ένα μωρό, η οποία ετοιμαζότανε να πάρει τηλέφωνο. Δένω τον σκύλο και της κάνω νόημα να του ρίχνει μια ματιά. Εκείνη με αποκαλεί με το όνομα μου και μου πήρε λιγότερο από δευτερόλεπτο να αναγνωρίσω ότι ήταν η Άννα. Παντρεμένη με παιδί πλέον και πάλι χαμογελαστή. Δεν ξέρω πόσο αισχρός βλάκας είμαι, της είπα τι μου είχε πει ο Βασίλης την τελευταία φορά για τις εξετάσεις και εκείνη έφυγε με θυμό και εγώ δεν πήγα εκείνη την ημέρα στο σουπερμάρκετ! (αλλά πάρα πολύ συχνά σκέφτομαι ότι τελικά έκανα μεγάλη μαλακία που της το είπα τότε και ειδικά που δεν το είχα πει στην Βιολέτα και στην Άννα εξαρχής)…
Λυπάμαι τόσο πολύ και δεν έχω πλέον από ποιον να ζητήσω συγγνώμη για τα λάθη που έκανα σε αυτήν την ιστορία. Κατανοώ την άποψη των γιατρών να μην το λένε, όμως εμείς οι κοινοί θνητοί; Θαυμάζω απεριόριστα όποιον έχει τολμήσει και έχει βγει και έχει πει ότι είναι οροθετικός!
Μαρία (Cyber) Κατσικαδάκου